ἀνέρριψεν

ἀνέρριψεν
ἀνέρρῑψεν , ἀναρρίπτω
throw up
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όροφος — ο (Α ὄροφος) νεοελλ. 1. τμήμα οικοδομής ανάμεσα σε δύο οροφές, το οποίο αποτελείται από σύνολο δωματίων και διαμερισμάτων που έχουν στο ίδιο επίπεδο το δάπεδο και στο ίδιο ύψος την οροφή τους, πάτωμα κτηρίου 2. καθένα από τα τμήματα συστήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”